-
1 Βουνό με βουνό δε σμίγει
Βουνό με βουνό δε σμίγει (, οι άνθρωποι σμίγουν)• Гора с горой не сходится, человек с человеком сойдетсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————• Гора с горой не сходятсяИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Βουνό με βουνό δε σμίγει
-
2 Βουνό με βουνό δε σμίγει, οι άνθρωποι σμίγουν
Βουνό με βουνό δε σμίγει (, οι άνθρωποι σμίγουν)• Гора с горой не сходится, человек с человеком сойдетсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————• Гора с горой не сходятсяИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Βουνό με βουνό δε σμίγει, οι άνθρωποι σμίγουν
-
3 βουνο-ειδής
βουνο-ειδής, ές, hügelartig, hügelig, τόπος Plut. Thes. 36; ἀνάστημα D. Sic. 5, 40.
-
4 βουνο-βατέω
βουνο-βατέω, Hügel besteigen, πρῶνας Alc. Mess. 8 (VI, 218).
-
5 βουνό(ν)
τό1) гора; 2) гористая местность; 3) куча, груда, гора, масса; 4) трен, нечто большое, чрезмерное; нечто трудное, непреодолимое; βουνό τού φάνηκε η δουλιά работа казалась ему очень трудной, невыполнимой; μην τα παίρνεις βουνά! не берись за непосильное дело!;έχει βουνό(ν) τύχη — ему всегда везёт, он счастливчик;
§ παίρνω τα βουνα — б) бежать, куда глаза глядят; — б) уйти в горы, уйти в партизаны;
μαθημένα τα βουνά από (τα) χιόνια — я достаточно повидал в своей жизни; — я знаЪ, почём фунт лиха;
απ' το βουνό(ν) κατέβηκε — он совсем неотёсанный, деревенщина;
απ' το βουνό(ν) κατέβηκες; — ты что, с луны свалился?;
βουνό(ν) με βουνό(ν) μονάχα δε σμίγει — погов, гора с горой не сходится, а человек с человеком сойдётся;
τό βουνό(ν) κοιλοπονοδσε κ' ένα ποντικό γεννοδσε — погов. гора родили мышь
-
6 βουνό(ν)
τό1) гора; 2) гористая местность; 3) куча, груда, гора, масса; 4) трен, нечто большое, чрезмерное; нечто трудное, непреодолимое; βουνό τού φάνηκε η δουλιά работа казалась ему очень трудной, невыполнимой; μην τα παίρνεις βουνά! не берись за непосильное дело!;έχει βουνό(ν) τύχη — ему всегда везёт, он счастливчик;
§ παίρνω τα βουνα — б) бежать, куда глаза глядят; — б) уйти в горы, уйти в партизаны;
μαθημένα τα βουνά από (τα) χιόνια — я достаточно повидал в своей жизни; — я знаЪ, почём фунт лиха;
απ' το βουνό(ν) κατέβηκε — он совсем неотёсанный, деревенщина;
απ' το βουνό(ν) κατέβηκες; — ты что, с луны свалился?;
βουνό(ν) με βουνό(ν) μονάχα δε σμίγει — погов, гора с горой не сходится, а человек с человеком сойдётся;
τό βουνό(ν) κοιλοπονοδσε κ' ένα ποντικό γεννοδσε — погов. гора родили мышь
-
7 βουνό
[вуно] ουσ. о. гора,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βουνό
-
8 βουνό
[вуно] ουσ ο гора. -
9 βουνό
1) ballon2) montagne -
10 βουνό
1) góra (f) rzecz.2) górski przym. -
11 βουνό
hora -
12 βουνό
1) mount2) mountainΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βουνό
-
13 Βοήθα με να σε βοηθώ ν' ανεβούμε το βουνό
Помоги мне, я помогу тебе, чтобы вместе взобраться на горуИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Βοήθα με να σε βοηθώ ν' ανεβούμε το βουνό
-
14 Το βουνό κοιλοπονούσε κι έναν ποντικό γεννούσε
• Гора родила мышьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το βουνό κοιλοπονούσε κι έναν ποντικό γεννούσε
-
15 βουνοβατέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουνοβατέω
-
16 βουνοειδής
βουνο-ειδής, ές,A hill-like, hilly, D.S.5.40, Str.11.8.4, Plu.Thes.36, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουνοειδής
-
17 βουνοβατέω
-
18 βουνοειδής
βουνο-ειδής, hügelartig, hügelig -
19 гора
-ы θ.1. βουνό, όρος•ледяная гора παγόβουνο•
снежная гора χιονόβουνο (για παγοδρομίες).
2. σωρός μεγάλος, πλήθος, στίβα•гора ящиков βουνό από κιβώτια.
3. επίρ. -ой σαν βουνό (μεγάλος σωρός).εκφρ.гора на душе лежит – έχω βάρος μεγάλο στην ψυχή (σαν βουνό)•гора с плеч (свалилась) – μου ‘φύγε ένα μεγάλο βάρος από πάνω μου (ξαλάφρωσα)•-у своротить, сдвинуть – αναποδογυρίζω, κουνώ βουνά (επιτελώ μεγάλες πράξεις)•не за -ами – δεν είναι, μακριά, είναι κοντά, σιμά, φαίνεται•в -у идти (ή поднимать(ся) – ανέρχομαι τις βαθμίδες της ιεραρχίας, αναδείχνομαι•под -у идти ή катиться – κ.τ.τ. παίρνω τόν κατήφορο, τόν κατιόντα κλάδο (παρακμάζω)•надеяться как на каменную -у – βασίζομαι, στηρίζομαι απόλυτα, (σε κάποιον)•пир -ой – γλέντι τρικούβερτο•- мышь родила – κοιλοπόνεσε βουνό και γέννησε ποντίκι ή ώδινεν όρος, έτεκε μυν (стоять) -ой за кого-что στέκομαι βουνό (ακλόνητος) στο πλευρό κάποιου•гора с -ой не сдвинется, а человек с человеком свидится – βουνό με βουνό δε συναντιέται, όμως ο άνθρωπος με τον άνθρωπο συναντιέται παρμ. смерть не за горами, а за плечами παρμ. ο θάνατος δεν είναι μακριά, μπορεί να επέρθει από ώρα σε ώρα, από στιγμή σε στιγμή. -
20 гора
гора ж το βουνό, το όρος с \гораы απ' το βουνό в \гораах στα βουνά* * *жτο βουνό, το όροςс горы́ — απ’το βουνό
в гора́х — στα βουνά
См. также в других словарях:
βουνό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 7 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 251 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek
βουνό — το 1. μεγάλο ύψωμα γης, όρος: Ο Όλυμπος είναι το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας. 2. κάτι το υπερβολικό ή δύσκολο: Η δουλειά μού φαίνεται βουνό, γιατί δε μου αρέσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κουφό Βουνό — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 222 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευεργέτουλα του νομού Λέσβου … Dictionary of Greek
Μικρό Βουνό — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 302 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό Καρδίτσης, στον οποίο άνηκε έως το 1974. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κραννώνος … Dictionary of Greek
οχή — Βουνό της νότιας Εύβοιας (1.404 μ.), που καταλήγει στα Ν στα ακρωτήρια Μαντέλλο (Γεραιτός) και Παξιμάδι (Λευκή Ακτή), στα δε ΒΑ στον Καφηρέα (Κάβο Ντόρο, κοινά Βουνό της Καρύστου). Ψηλότερες κορυφές είναι ο Άγιος Ηλίας (1.398 μ.) και ο Ιούδας… … Dictionary of Greek
Γιούχτας — Βουνό (811 μ.) του νομού Ηρακλείου, απέναντι από την κωμόπολη Αρχάνες και προς τα δυτικά της. Οι Τούρκοι το ονόμαζαν Μαύρο Βουνό (Καρά Νταγ). Το βουνό έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα για τη μινωική αρχαιολογία γιατί εκεί θάφτηκε, κατά την κρητική… … Dictionary of Greek
Πεντέλη ή Πεντελικό — Βουνό της Αττικής, το δεύτερο σε ύψος (1.107 μ.) μετά την Πάρνηθα (1.410 μ.), στα ΒΔ του λεκανοπεδίου των Αθηνών, το οποίο και περικλείει μαζί με το Αιγάλεω, την Πάρνηθα και τον Υμηττό. Ουσιαστικό στοιχείο του απαράμιλλου αττικού τοπίου, η Π.… … Dictionary of Greek
Χελμός — Βουνό της Πελοποννήσου. Στην αρχαιότητα ήταν γνωστό με την ονομασία Αροάνια. Η υψηλότερη κορυφή του έχει ύψος 2.355 μ. Το βουνό αυτό έχει πολλά δάση ελάτης, μικρές πηγές και στις παραφυάδες του αρκετές ποτάμιες πηγές. Το βουνό Χελμός στην… … Dictionary of Greek
πατερίτσα — Βουνό της Αρκαδίας. Αποτελεί συνέχεια του Μαινάλου και η ψηλότερη κορυφή του είναι 1.869 μ. Πιθανότατα, το βουνό αυτό είναι το αρχαίο Θαυμάσιο. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές ένα σπήλαιο που υπάρχει σε ύψος 1.425 μ. ταυτίζεται με το σπήλαιο της… … Dictionary of Greek
Αιγάλεω και Αιγάλεως — Βουνό (463 μ.) της Αττικής. Αρχίζει να υψώνεται Δ του δήμου Καματερού, κλείνει από ΒΔ το λεκανοπέδιο των Αθηνών και απολήγει στην ακτή του Σαρωνικού, στο Πέραμα, απέναντι από τη Σαλαμίνα, η οποία θεωρείται συνέχειά του. Το Α. είναι ασβεστολιθικό… … Dictionary of Greek
Ελαιών, όρος — Βουνό που αναφέρεται πολλές φορές στα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Βρίσκεται κοντά στα Ιεροσόλυμα, από τα οποία χωρίζεται με την κοιλάδα του Ιωσαφάτ, στην οποία ρέει ο χείμαρρος των Κέδρων. Στα αρχαία χρόνια η τοποθεσία ήταν γεμάτη … Dictionary of Greek